συππινάς

συππινάς
-ᾱδος ή -άδος, ὁ, Α
πιθ. στιππειουργός*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίππιον, άλλος τ. τής λ. στυππεῖον* «στουπί» (πρβλ. σίππινος) + επίθημα -ᾶς, -ᾶδος. Για τη γρφ. τού τ. με -υ- πρβλ. και τις ποικίλες γραφές τού τ. στυππεῖον*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”